«Φρένο» στις νέες οικοδομές έχει βάλει από τα τέλη Ιουλίου και μέχρι σήμερα, η ανακοίνωση του μέτρου της κυβέρνησης για την αναστολή του ΦΠΑ 24% που επιβάλλεται, με εξαίρεση τους αγοραστές πρώτης κατοικίας.
Μάλιστα, όπως σημειώνουν φορείς της αγοράς ακινήτων, μετά τη διαπίστωση των πιθανών επιπλοκών αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής του μέτρου καταγράφεται γενικευμένο «μπλακ άουτ», καθώς ουδείς κατασκευαστής αναλαμβάνει το ρίσκο να εκδώσει μια οικοδομική άδεια που θα επιβαρύνεται με 24%, όταν λίγους μήνες αργότερα αυτό δεν θα ισχύει.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη να διευκρινιστεί το τι τελικά θα ισχύσει άμεσα, δεδομένου ότι επί του παρόντος, η οικοδομή όχι απλά δεν έχει τονωθεί, αλλά αντιθέτως έχει βρεθεί προ αδιεξόδου. Εφόσον μάλιστα η κυβέρνηση προχωρήσει, όπως είναι το επικρατέστερο σενάριο, στην αναστολή του ΦΠΑ μόνο για τις νέες άδειες που θα εκδοθούν από την 1η Ιανουαρίου του 2020 και μέχρι το τέλος του 2022, είναι δεδομένο ότι οι τελευταίοι μήνες του 2019 θα χαρακτηριστούν από την πλήρη κατάρρευση των ενάρξεων νέων οικοδομών και ασφαλώς και των πωλήσεων νεόδμητων ακινήτων.
Μάλιστα, δεν αποκλείεται εντέλει η όλη προσπάθεια να πέσει στο κενό. Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, ήδη ετοιμάζονται προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) από μέλη του κατασκευαστικού κλάδου, που έχουν απόθεμα απούλητων νεόδμητων κατοικιών και ως εκ τούτου θα θιγούν από το μέτρο. Νομικοί κύκλοι σημειώνουν ότι είναι ιδιαίτερα πιθανή η αποδοχή των προσφυγών από το ΣτΕ, καθώς το μέτρο θα είναι αντίθετο με τη διασφάλιση ίσης μεταχείρισης, αφού κάποια ακίνητα θα επιβαρύνονται με ΦΠΑ 24%, ενώ άλλα θα αποφεύγουν τον φόρο, λόγω της νεότερης οικοδομικής άδειας.
Ενα ακόμα πρόβλημα που καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση είναι πως αν επιβληθεί αναστολή για τρία χρόνια, όπως σχεδιάζεται, όσοι προχωρήσουν σε δαπάνες ανέγερσης ακινήτων κατά το εν λόγω διάστημα, ναι μεν θα καταβάλουν ΦΠΑ, πλην όμως δεν θα τον εισπράξουν μόλις προχωρήσουν σε πωλήσεις. Σήμερα, το σχετικό κόστος συμψηφίζεται στην πώληση. Ως εκ τούτου, με το νέο μέτρο δεν θα γίνεται ο συμψηφισμός, με αποτέλεσμα το κατασκευαστικό κόστος να αυξηθεί, έστω και αν η τιμή πώλησης θα είναι χαμηλότερη και άρα ευκολότερο να βρεθούν αγοραστές. Πάντως, για το ζήτημα αυτό, η Ομοσπονδία Κατασκευαστών Κτιρίων Ελλάδος έχει προτείνει τη μη είσπραξη πιστωτικού ΦΠΑ, αρκεί να επιτραπεί και στα υφιστάμενα απούλητα να μπορούν να πωληθούν χωρίς ΦΠΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Αθανάσιος Χρηστάκης, κατασκευαστής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΠΑΚ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων για την Ποιότητα και Ανάπτυξη των Κατασκευών), σημειώνει ότι «με δεδομένες τις αρρυθμίες και την αναστάτωση που αναμένεται να προκαλέσει η αναστολή του ΦΠΑ στην αγορά ακινήτων, θα ήταν προτιμότερο για την κυβέρνηση να εξετάσει το ενδεχόμενο, αντί της πλήρους αναστολής του φόρου να προχωρήσει απλώς στη μείωσή του, π.χ. από το 24% στο 13%, όπως έχει προτείνει και σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ».
Υπενθυμίζεται ότι σε πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, για λογαριασμό του ΣΕΠΑΚ, είχε καταγραφεί ότι μια μείωση του συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 13% θα προσέφερε στους κατασκευαστές τη δυνατότητα μείωσης των τιμών πώλησης νέων κατοικιών κατά περίπου 9%. Με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί και η σημερινή «ψαλίδα» που υφίσταται ανάμεσα στη μεταχείριση των παλιότερων ακινήτων, συγκριτικά με τα νεόδμητα, καθώς στη μία περίπτωση ισχύει φόρος μεταβίβασης 3%, ενώ στη δεύτερη επιβάλλεται φόρος 24%.
Πηγή kathimerini.gr
ΝΙΚΟΣ ΡΟΥΣΑΝΟΓΛΟΥ
Τα πρώτα σημάδια ήπιας ανάκαμψης, από το δεύτερο εξάμηνο του 2015 και μετά, φαίνονται τώρα στον ορίζοντα για την εγχώρια αγορά κατοικίας, η οποία όμως αγγίζει αυτή την στιγμή τα κατώτερα επίπεδα.
Συνολικά για εφέτος, εκτιμάται ότι η πτώση των επενδύσεων σε οικοδομές θα διαμορφωθεί περίπου σε 48% το 2014, οι επενδύσεις σε κατοικίες θα διαμορφωθούν στα πέριξ των 2,4 δισ. ευρώ το 2014 (1,3% του ΑΕΠ) από 4,6 δισ. ευρώ το 2013 (2,5% του ΑΕΠ).
Από πού προκύπτουν οι θετικές ενδείξεις για το 2015; Η απάντηση είναι η εξής: Τα νούμερα της ΕΛΣΤΑΤ σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα της Τράπεζας της Ελλάδος για το δεκάμηνο του 2014 δείχνουν μέν περαιτέρω πτώση της αγοράς ακινήτων ωστόσο οι ρυθμοί πτώσης, σε όλους τους επιμέρους τομείς φαίνεται να επιβραδύνονται, γεγονός το οποίο θα φανεί στην αγορά μερικούς μήνες αργότερα.
Ο όγκος των νέων οικοδομών (με βάση τις εκδοθείσες άδειες οικοδομών) σημείωσε μείωση τον Οκτώβριο 2014 κατά 2,8% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης 7,2% τον Σεπτέμβριο 2014. Επιπλέον, στο 10μηνο 2014 καταγράφηκε υποχώρηση του όγκου κατά 3,3%, έναντι ωστόσο, μεγαλύτερης πτώσης κατά 29,4% στο αντίστοιχο διάστημα του 2013. Όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές της Alpha Bank, σε σχετική ανάλυση για την εγχώρια αγορά κατοικίας, η επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης, αντανακλά μια τάση σταθεροποίησης που ενδεχομένως να σηματοδοτήσει ήπια αύξηση του όγκου οικοδομών από το δεύτερο μισό του 2015. «Οι άδειες ιδιωτικών οικοδομών αποτελούν πρόδρομο δείκτη για τις εξελίξεις στην αγορά κατοικίας και ειδικότερα στις επενδύσεις σε ιδιωτικά ακίνητα μερικούς μήνες αργότερα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Οι εκτιμήσεις για την αργή ανάκαμψη της αγοράς κατοικιών αντανακλώνται και στον δείκτη προσδοκιών στις κατασκευές κατοικιών, ο οποίος τον Δεκέμβριο 2014 διαμορφώθηκε στο χαμηλό επίπεδο των 23,7 μονάδων, έναντι 62,5 τον Νοέμβριο 2014.
Όσον αφορά τις επενδύσεις σε κατοικίες, η μεγάλη πτώση τους κατά 44,4% στο τρίτο τρίμηνο 2014, συνέβαλε στην πτώση του ΑΕΠ στο ίδιο τρίμηνο κατά μία εκατοστιαία μονάδα. Είναι ενδεικτικό ότι στο εννιάμηνο του 2014 ολοκληρώθηκαν μόλις 7.155 οικιστικές μονάδες σε όλη τη χώρα, έναντι 8.567 το εννιάμηνο 2013 και 14.714 στο 9μηνο 2012.
Ο ρυθμός μείωσης των επενδύσεων στα οικιστικά ακίνητα εκτιμάται, σύμφωνα με την Alpha Bank, ότι έχει ξεκινήσει να επιβραδύνεται από το τέταρτο τρίμηνο του 2014 και αναμένεται να μετατραπεί σε θετικό από το τρίτο τρίμηνο του 2015.
Αναφορικά με τις τιμές κατοικιών ενδέχεται να συνεχισθεί και τα προσεχή τρίμηνα η πτωτική τους πορεία, αλλά ο ρυθμός πτώσης βαίνει μειούμενος ήδη από το τρίτο τρίμηνο του 2013. Η ανάκαμψη της αγοράς κατοικιών αναμένεται με πολύ αργό ρυθμό, καθώς εξαρτάται άμεσα από τη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, την αύξηση απασχόλησης και την διαμόρφωση της φορολογικής επιβάρυνσης.
newsmoney.gr